- ἐγκατάληψις
- ἐγκατάληψιςcatchingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκατάληψις — ἐγκατάληψις, η (Α) σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση … Dictionary of Greek
ἐγκαταλήψει — ἐγκατάληψις catching fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγκαταλήψεϊ , ἐγκατάληψις catching fem dat sg (epic) ἐγκατάληψις catching fem dat sg (attic ionic) ἐγκαταλαμβάνω catch in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατάληψιν — ἐγκατάληψις catching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψεων — ἐγκαταλήψεω̆ν , ἐγκατάληψις catching fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψεως — ἐγκαταλήψεω̆ς , ἐγκατάληψις catching fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)